ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΔΙΑΤΑΓΗ – ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΜΕΤΡΩΝ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ

Ο οφειλέτης, προκειμένου να προστατευτεί από τη λήψη καταδιωκτικών μέτρων εναντίον του από τους πιστωτές, μέχρι την εκδίκαση της αίτησής του, θα πρέπει να υποβάλει αίτημα ενώπιον του Ειρηνοδικείου, σχετικά με κάθε ζήτημα το οποίο χρήζει προσωρινής ρύθμισης, όπως είναι η αναστολή των καταδιωκτικών μέτρων εναντίον του, η διατήρηση της πραγματικής και νομικής κατάστασης της περιουσίας του και το ύψος των μηνιαίων δόσεων που υποχρεούται να καταβάλλει προς τους πιστωτές που έχουν συμπεριληφθεί στην αίτηση. Για τη χορήγηση της ανωτέρω προσωρινής διαταγής, ο ειρηνοδίκης πιθανολογεί μεταξύ άλλων το:

α.  παραδεκτό της αιτήσεως του οφειλέτη, και

β. την ανάγκη προστασίας του δικαιώματος, στην εξασφάλιση του οποίου αποβλέπει η προσωρινή διαταγή και το επείγον αυτής.

Η χρονική ισχύς της ανωτέρω προσωρινής διαταγής, δεν μπορεί να υπερβαίνει σε διάρκεια τους έξι μήνες, από την κατάθεση της αίτησης ή εφόσον η συζήτηση της κύριας αιτήσεως έχει προσδιορισθεί σε βραχύτερο χρόνο, έως την ημέρα συζήτησης της κύριας αιτήσεως του οφειλέτη.

Μετά τη συζήτηση ενώπιον του Ειρηνοδίκη και εφόσον δεν έχει εκδοθεί προσωρινή διαταγή κατά την παραπάνω διαδικασία, ο οφειλέτης ή κάθε άλλος που έχει έννομο συμφέρον, μπορεί να ζητήσει από το αρμόδιο δικαστήριο, που δικάζει κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, την αναστολή της εκτελεστικής διαδικασίας που έχει ξεκινήσει κατά του οφειλέτη. Η ισχύς της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων δεσμεύει όλους τους πιστωτές που έχουν περιληφθεί στην αίτηση.

Από την κατάθεση της αίτησης στο Ειρηνοδικείο, παύουν να τοκίζονται οι απαιτήσεις, με εξαίρεση εκείνες που είναι εξασφαλισμένες με ειδικό προνόμιο ή εμπράγματη ασφάλεια (υποθήκη, προσημείωση κ.λπ.).

ΣΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ

Μετά την εκδίκαση της υπόθεσης, ο δικαστής λαμβάνοντας υπόψη τα εισοδήματα του οφειλέτη, τη δυνατότητα συνεισφοράς του συζύγου του και τις βιοτικές ανάγκες του ίδιου και της οικογένειάς του, ρυθμίζει τις οφειλές του με μηνιαίες καταβολές, σύμμετρα, προς όλους τους πιστωτές του για τρία έτη. Η εκπλήρωση και ολοκλήρωση της τριετούς αυτής ρύθμισης, επιφέρει και την απαλλαγή του οφειλέτη από το υπόλοιπο των οφειλών του.

Ειδικά μπορούν να ρυθμιστούν περιπτώσεις χρόνιας ανεργίας, σοβαρών προβλημάτων υγείας ή εξαιρετικά χαμηλού εισοδήματος, με καθορισμό από το Δικαστήριο περιόδου χάριτος, με χαμηλές ή ακόμη και μηδενικές καταβολές. Στις περιπτώσεις αυτές, ορίζεται εκ νέου εξέταση του αιτήματος του οφειλέτη και επαναπροσδιορισμός των μηνιαίων καταβολών, έπειτα από τουλάχιστον  πέντε μήνες.

Όσον αφορά στα περιουσιακά στοιχεία που τυχόν υπάρχουν στο όνομα του οφειλέτη, το Δικαστήριο μπορεί, εάν το κρίνει σκόπιμο, να διορίσει εκκαθαριστή για τη ρευστοποίησή τους και την ικανοποίηση των δανειστών.

Προβλέπεται παρ’ όλα αυτά, η εξαίρεση της κύριας κατοικίας του οφειλέτη από τη ρευστοποίηση, κατόπιν σχετικού αιτήματός του. Προκειμένου να γίνει ένα τέτοιο αίτημα δεκτό, θα πρέπει: α) το συγκεκριμένο ακίνητο να χρησιμεύει ως κύρια κατοικία του, β) το μηνιαίο διαθέσιμο οικογενειακό του εισόδημα να μην υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης, προσαυξημένες κατά 70%,  γ) η αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης να μην υπερβαίνει 180.000 ευρώ για τον άγαμο οφειλέτη, προσαυξημένη κατά σαράντα χιλιάδες ευρώ 40.000 ευρώ για τον έγγαμο οφειλέτη και κατά 20.000 ευρώ ανά τέκνο και μέχρι τρία τέκνα και δ) ο οφειλέτης να είναι συνεργάσιμος δανειολήπτης. Η προστασία της κύριας κατοικίας, ισχύει και για περιπτώσεις κατοχής ιδανικού μεριδίου, ψιλής κυριότητας ή επικαρπίας σε αυτήν.

ΕΓΓΥΗΤΗΣ

Στην περίπτωση που για κάποια από τις οφειλές υπάρχει εγγυητής, τυχόν ρύθμιση των υποχρεώσεων του οφειλέτη, δεν επηρεάζει τις απαιτήσεις των πιστωτών κατά του εγγυητή. Στις περιπτώσεις αυτές και εάν ο εγγυητής πληροί τις προϋποθέσεις του Νόμου, πρέπει να αιτηθεί και τη δική του υπαγωγή στις διατάξεις του Ν. 3869/2010.