Πιέσεις για να αρθούν τα εμπόδια στις πωλήσεις και στις ρυθμίσεις «κόκκινων» δανείων ασκούν οι θεσμοί καθώς η διαπραγμάτευση πλέον είναι στην τροχιά της τέταρτης αξιολόγησης. Οι πιέσεις του SSM στις ελληνικές τράπεζες για γρήγορη μείωση των κόκκινων δανείων έχουν ενταθεί, με δεδομένο πως από την περασμένη εβδομάδα ξεκίνησε και η αποστολή στοιχείων για τα stress test, τα αποτελέσματα των οποίων θα ανακοινωθούν τον Μάιο.
Παράλληλα, η Τράπεζα της Ελλάδος μέσω της ετήσιας έκθεσης της ζήτησε από τις συστημικές τράπεζες δραστικές αποφάσεις και αύξηση των προσπαθειών διευθέτησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Στην ανάγκη να ενταθούν οι προσπάθειες για μείωσή τους συμφώνησαν μόλις την Τετάρτη ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας και η επικεφαλής του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Ντανιέλ Νουί, η οποία μια μέρα μετά από το βήμα του 3ου Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών δήλωνε πως για τις ελληνικές τράπεζες «το πρωτεύον (…) είναι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια». Όπως είπε, η Ελλάδα έχει τον υψηλότερο δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) στην Ευρώπη, κοντά στο 50%, γεγονός που οδηγεί σε μείωση κερδών και δεν επιτρέπει την κατανομή πόρων σε πιο παραγωγικές δραστηριότητες τής πραγματικής οικονομίας. Για αυτό άλλωστε, προσέθεσε, μόλις ληφθούν υπόψη οι προβλέψεις για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, τα κέρδη που παρουσιάζουν οι τράπεζες μετατρέπονται σε ζημίες.
Σύμφωνα με την κ. Νουί, τα NPLs, που δημιουργούν προσκόμματα στην ανάπτυξη, αποτελούν τον πιο αδύναμο κρίκο για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, αλλά δεν είναι ζήτημα μόνο των τραπεζών και των εποπτικών μηχανισμών. Χρειάζεται, όπως είπε, να βρεθούν στο επίκεντρο μιας προσπάθειας ενίσχυσης του νομικού και δικαστικού πλαισίου για την ταχύτερη εξυπηρέτησή τους. Η αναγκαστική είσπραξη οφειλών και η εξωδικαστική αναδιάρθρωση είναι μερικοί μόνο από τους τομείς στους οποίους απαιτείται η ενίσχυση του πλαισίου.
Η πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ επισήμανε ακόμη ότι η Ελλάδα έχει θεσπίσει νέους νόμους για το ζήτημα, κι αυτό είναι ενθαρρυντικό και αποτελεί συνετό βήμα. Ωστόσο, συμπλήρωσε, δεν αρκεί η θέσπιση νόμων, χρειάζεται και η εφαρμογή τους. Όπως είπε, το σχετικό πλαίσιο θα πρέπει να υιοθετηθεί ταχέως.
Την ίδια ώρα τρέχουν οι πλειστηριασμοί, και η «αγορά» της διαχείρισης των κόκκινων δανείων έχει ανοίξει με εντολοδόχους τις εταιρείες διαχείρισης που δεν θα είναι πια οι τράπεζες, αλλά τα funds, στην περίπτωση που τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έχουν μεταβιβαστεί, πωληθεί.
Η πώληση των κόκκινων δανείων είναι γεγονός και αναμένεται να αλλάξει το τοπίο για τα εμπλεκόμενα μέρη. Tο χαρτοφυλάκιο που θα αλλάξει χέρια θα είναι της τάξης των 5 δισ. ευρώ μέχρι τα τέλη του τρεχοντος μήνα. Τον χορό της πώλησης άνοιξε η Eurobank, έπεται η Πειραιώς, που θα πουλήσει δύο πακέτα μη εξυπηρετούμενων δανείων και ακολουθεί με πακέτο 2,5 δισ. ευρώ η Alpha Bank. Το χαρτοφυλάκιο των «κόκκινων» που πουλά η ΕτΕ φθάνει τα δύο δισ.
Προστασία για τα δάνεια που αλλάζουν «ιδιοκτήτη»
Στο νέο «περιβάλλον» που διαμορφώνεται αξίζει να σημειωθεί ότι ο νόμος για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά εξακολουθεί να ισχύει και ο δανειολήπτης – καταναλωτής, μπορεί να προσφύγει στις ευεργετικές διατάξεις του νόμου, μολονότι το δάνειο του το χειρίζεται ή έχει μεταβιβασθεί σε τρίτο, από τη δανείστρια τράπεζα.
Αυτό υπενθυμίζει η Ένωση Εργαζόμενων Καταναλωτών σε μία ανακοίνωση – οδηγό «επιβίωσης» για δανειολήπτες που το δάνειό τους περνά σε Fund.
Αναλυτικά αναφέρονται τα εξής:
Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ.7 και παρ.8 του Ν.4354/2015, όπως αυτό τροποποιήθηκε από το άρθρο 70 του Ν.4389/2016 και το τέταρτο άρθρο παρ.5 του Ν.4393/2016, σχετικά με τη μεταβίβαση στεγαστικών ενυπόθηκων δανείων ακόμα και για ακίνητα, η τιμή των οποίων δεν υπερβαίνει τα 140.000 ευρώ (αντικειμενική αξία κύριας κατοικίας) από τον Ιανουάριο του 2018 σε Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) και Εταιρίες Απόκτησης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Α.Α.Δ.Π.) κρίνεται σκόπιμο το καταναλωτικό κοινό να γνωρίζει ότι:
– Αναγγελία της μεταβίβασης δανείου γίνεται προς τους οφειλέτες και τους εγγυητές με κάθε πρόσφορο μέσο (δηλαδή, πριν από τη μεταβίβαση ή την ανάθεση διαχείρισης του δανείου σε τρίτον, ο δανειολήπτης – καταναλωτής δεν «αιφνιδιάζεται»).
– Στις περιπτώσεις πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, καθώς και σε περιπτώσεις ανάθεσης διαχείρισης, δεν χειροτερεύει η ουσιαστική και δικονομική θέση του οφειλέτη και του εγγυητή και δεν επιτρέπεται η μονομερής τροποποίηση όρου σύμβασης, καθώς και του επιτοκίου, πλην των περιπτώσεων, στις οποίες έχουν προκαθοριστεί σταθερά κριτήρια προσδιορισμού του. Αυτό σημαίνει ότι ο δανειολήπτης – καταναλωτής δεν «φορτώνεται» μια δανειστική σύμβαση με δυσμενέστερους όρους, από αυτούς τους οποίους είχε αρχικά υπογράψει με τη τράπεζα.
– Αναγκαία προϋπόθεση για να προσφερθούν προς πώληση οι απαιτήσεις των πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια είναι να έχει προσκληθεί με εξώδικη πρόσκληση ο δανειολήπτης και ο εγγυητής μέσα σε δώδεκα (12) μήνες πριν από την προσφορά, να διακανονίσει τις οφειλές του βάσει γραπτής πρότασης κατάλληλης ρύθμισης με συγκεκριμένους όρους αποπληρωμής σύμφωνα και με τις διατάξεις του Κώδικα Δεοντολογίας (ν. 4224/2013). Εξαιρούνται από την ως άνω προϋπόθεση απαιτήσεις επίδικες ή επιδικασθείσες και απαιτήσεις κατά οφειλετών μη συνεργάσιμων κατά την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013, όπως αυτή ισχύει. Κάθε νέος εκδοχέας απαιτήσεων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια και πιστώσεις, δηλαδή οι Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) και οι Εταιρίες Απόκτησης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Α.Α.Δ.Π .), οφείλει να εκκινεί εκ νέου τη Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων (ΔΕΚ) του Κώδικα Δεοντολογίας, όπως έχει θεσπιστεί με την υπ’ αριθμ. 116/25.8.2014 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, κατ’ εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013, δια της αντισυμβαλλόμενης εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων.
Εκ της ανωτέρω παραγράφου προκύπτει η αυτοτελής υποχρέωση των εταιρειών να εκκινούν εκ νέου τη διαδικασία που προβλέπει ο Κώδικας Δεοντολογίας ανεξαρτήτως αν αυτή είχε ξεκινήσει, όσο το δάνειο το διαχειριζόταν η τράπεζα (πριν τη μεταβίβαση ή την ανάθεση διαχείρισης του δανείου του σε τρίτον).
Ο νόμος για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά εξακολουθεί να ισχύει και έναντι των ως άνω αναφερόμενων εταιρειών, δηλαδή ο δανειολήπτης – καταναλωτής , δεν έχει κανένα κώλυμα να προσφύγει στις ευεργετικές διατάξεις του νόμου, μολονότι το δάνειο του το χειρίζεται ή έχει μεταβιβασθεί σε τρίτο, από τη δανείστρια τράπεζα.
Η Ένωση Εργαζομένων Καταναλωτών επισημαίνει ότι για όσους θέλουν να διατυπώσουν τις απορίες τους έχει επιστημονικές ομάδες εργασίας από νομικούς και οικονομολόγους και παρέχει δωρεάν ενημέρωση και συμβουλευτική στους οφειλέτες.